ἀλαβάστρων

ἀλαβάστρων
ἀλάβαστρον
Ev Marc.
masc gen pl
ἀλάβαστρον
Ev Marc.
neut gen pl

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • αλαβαστρών — ἀλαβαστρών ( ῶνος), ο (Α) [ἀλάβαστρο(ν)] λατομείο αλάβαστρου …   Dictionary of Greek

  • αλάβαστρο — Όρος που υποδηλώνει διαφώτιστες παραλλαγές δύο διαφορετικών πετρωμάτων: του ασβεστίτη, που εκτιμάται περισσότερο, και του γύψου. Το ασβεστολιθικό ή ανατολικό α. προέρχεται από ιζήματα υδάτων πλούσιων σε ακτινοειδή ή κατά ζώνες (ταινίες). Τα… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”